Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2014

Σκοτεινές γωνίες (το ασανσέρ)

σκοτεινές γωνίες όπου δεν βλέπεις φως μόνο ανάσες∙ εγώ εσύ και το φεγγάρι κλειστήκαμε ένα βράδυ μες το φωταγωγό,

30 στίχοι για την ΜΑΡΙΑ

Αγαπημένη μου, Ένα περιστέρι δίπλα σου που’ρθε, Είναι που του ‘πα καλημέρα να σου πει. Ο ποδηλάτης πέρασε, Πέρασε για να σε δροσίσει, Του μίλησα, Μη σε πάρει μόνο, Ο αέρας στροβιλίζει το καπέλο, έπεσε κάτου. Καλωσόρισες, σε τούτον τον κήπο γύρναγες, στα χάδια μιας λεύκας; Είν’η μουσική του νερού. Του ποταμού, Κάθε που χάνεσαι, στον ουρανό, με ψάχνεις. Ο ταχυδρόμος στην άκρη του δρόμου, Τον βλέπω. Δεν θ’αργήσει να’ρθει, Κι εγώ σου στέλνω, Την αγάπη μου, σαν μια σταγόνα λάδι, Τα κεριά στη κάμαρα, Η γή στο φως της μέρας, Αγαπημένη μου, Ποιος φόβος σε τάραξε Να γίνω καράβι και αγκαλιά Μεσοπέλαγα, Λιμάνι να γίνω κι η θάλασσα, Που βλέπεις. Πλατιά να βυθιστείς, Με γεύσεις στο στόμα, Τις τρεις ευχές που στέλνω, Να’ναι τώρα εκεί κοντά σου, Ο κόσμος να’ναι λεύθερος, Κι εμείς στη νύχτα άγγελοι, Φεγγοβολάς στη σκέψη, Στην γειτονιά σου, Σε βλέπω, ζαλίζομαι, Η καρδιά μου γίνεται πουλί Κι εγώ γελώ, Βαθιά σημάδια, Πλατιά η θάλασσα, Μα

Ο ύπνος των ημερών

Ο ύπνος των ημερών Με νίκες τριαντάφυλλα που δεν ποδοπατούνται βρεγμένα αστέρια δακρύων σημάδι πολλών αιματοβαμμένα χείλη μάτια απαστράπτοντα, Δεν υπάρχει κενό, καράβι, δρόμος, βουνό. Δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν υπάρχει θάλασσα. Δεν υπάρχει βάρος. Βαλσαμωμένα πάθη ερώτων αγνών κι επιθυμίες, λυσσαλέα, γιρλάντες παντού. Η μοναξιά δεν έχει καμία δύναμη καμία ισχύ στον ύπνο των ημερών αθόρυβα ξεγλιστρά και χάνεται σε πένθος βαρύ η νύχτα αθόρυβα ξεγλιστρά και χάνεται Η αυγούλα γελά. Η ορφανή πολιτεία από το παράθυρο ξελογιάζει πάντοτε, παρασύρεται καρδιοχτυπά ανίκητο το κορμί ψηφίδα των πόθων της. Αθόρυβα ξεγλιστρά και χάνεται και δίνει τη σειρά της σε μοναχικές συζητήσεις ξανθών καλλονών. 

Ο θάνατος της Εμμανουέλας

Ολοι ήξεραν πως είχε πια πεθάνει, μα πήγαν στον τάφο. Και όταν μαζεύτηκαν είπεν εκείνος « Εμμανουέλ μα μπελ, δεύρον έξω» Και σηκώθηκε και με πανιά να πέφτουν ολόγυρα ξεπρόβαλε ένα κορμί αγνό, ολόθερμο. Περπάτησε δυο βήματα, σταμάτησε σε μια πέτρα κοντά κι έκατσε εκεί προσεύχοντας μέχρι το τέλος του κόσμου.

Ο φόβος

Να τριγυρνάς με σύνεση στον δρόμο, ν ’ανακαλείς μια σκέψη σου τυχαία, τι μέρα είναι και τι χρονιά. Λέξεις που σου δώσανε, και τώρα που κατάλαβες χαμογελάς. Τι δίνεις; Το φανάρι κόκκινο και σταματάς, ακούς; « o ήχος της πόλης » ακούς τις συζητήσεις των περαστικών. Φόβος. Πιάνεις πάλι τις τσάντες σου. Μια που είναι πάντα εκεί, μια άλλη που σου δώσανε να κουβαλάς, και περπατάς. Να γυρίσεις στο σπίτι, να φροντίσεις τον κήπο. Ν ’αφήσεις τα παπούτσια στον τσαγκάρη, να ξεσκονίσεις τα παπλώματα πριν έρθει ο νοικοκύρης, να πεταχτείς στη στάση να κοιτάξεις την ώρα, να πάρεις τα παπούτσια απ’τον τσαγκάρη. Φόβος. Σταματάς, όχι πως περπατάς. Μια ανάσα αναστάσιμη, ένας μικρός φόβος που ξενύχτησε στ’ακρογυάλι και κρύωσε, ένα σώμα ριζωμένο στον ουρανό, μια, και μια στο φεγγάρι. Φωτιά σπίθες σώμα να ψάχνεις βροχή να τη σβήσεις. Αργοπορείς χωρίς ομπρέλα, χωρίς βροχή. Φουντώνει το κερί μα πάει να σβήσει. Φόβος. Σταυρώνεσαι έτσι στον φόβο ήδη πριν, για να μην σε νικήσει. Έτσι στον θάνατο. Έτσι και στον έ