Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Οκτώβριος, 2011

Που πήγαν τα καράβια καπετάνιε;

Που πήγαν τα καράβια κι άφησαν τα λιμάνια τα στερνά; Οι φωνές που ρίχνουνε πέτρες στους φράχτες; Που ξεριζώνουν τα βάτα στους αιώνες των εύφορων κάμπων; Στο χέρι ένα κομποσχοίνι ξανθό, Γεμάτα τα δάκτυλα με στάχυα. Χαρίζεται για παρηγοριά, κάθε που λαβώνεται ο ουρανός και στάζει, κόκκινη βροχή. Φυλλομετρώντας τα διαμάντια των καιρών, Πιο πέρα από την άβυσσο, απ’τον καημό, Πιο πέρα από τις φωνές των τεράτων που πνίγουν τον ήλιο, και τη κακόφωνη φασαρία τους, μεγαλώνει η ευθύνη του ρακοσυλλέκτη. Λιγοστές μαδημένες μαργαρίτες στέκουν όρθιες, κάστρα λαβωμένα, Λίγες παπαρούνες. Σ’αραξοβόλι άδειο κι απέραντο, μόνο, Με κρεμασμένες στον τοίχο σφεντόνες, Να τραγουδούν με τη σιωπή το ναι, το όχι. Μια σπίθα ήλιου που φέραν κάποια πουλιά να πέσει να τις δροσίσει κυνηγά τα τέρατα. Καμία ανάγνωση των οριζόντων, καμιά λαχτάρα άλλη Μόνο μεθύσι κι ατόφια παραζάλη, Μ’επισφαλή επιτόκια δίδουνε δάνειο ζωής, Τρέμουν τα τριφύλλια στον κάμπο, δακρύζουν. Τρίζουν τα κόκκαλα τω

Τα σκοινιά

Να σέρνουμε το κορμί μας, Να το τσακίζουμε και να το δένουμε σκοινιά. ‘Ολο και πιο χοντρά, ‘Ολο και πιο σφιχτά. Μετά ν’ασπαζόμαστε τον ύπνο, και να πεθαίνουμε από ασφυξία.

Βαστάτε γερά

Απελπισία, αηδία. Κρατάτε γερά, κρατάτε γερά, μην αφήσετε να πέσουν τα τείχη που σας προστατεύουν. Μήνες, νύχτες μ’επισκέπτονται μάτια βασανισμένων, είμαι σίγουρη, τα δικά σας τείχη τους σταματάνε. Τα μάτια των βασανισμένων και το αίμα της δικαιοσύνης από τα πεζοδρόμια τριγυρνούν καμιά φορά και στα γραφεία, τα δικά σας τείχη τους σταματάνε. Τα δικά μου παράθυρα είν’ανοιχτα. Βαστάτε γερά. Η ιστορία γέρασε πολύ για να την ακούει κανείς, την τραυματίσαμε, την βυζάξαμε, τίποτα δεν βρήκαμε. κουρέλι ιστορία και φοβέρα καμιά. Βαστάτε γερά, Τα δικά σας τείχη μου μιλάνε τώρα. Ενα μέτρο γής μακριά από το απέραντο, Ένα μέτρο χιόνι μακριά απ’το χώμα. Κόψτε, σκίστε, ράψτε τα στόματα, ακόμα και οι πέτρες έχουν φωνή. Βάστα, Μεγάλα τείχη, μεγάλη απόσταση, σινικό τείχος, που να τη διανύσει κανείς. Τόσο το καλύτερο. Και που να πέσουν; Ω, θλίψη παγκόσμια που τρέφεις τα παιδιά σου με ελεημοσύνη, Μάνα εσύ θλίψη, Βοήθα μας για να σωθούμε από την ανθρωποφαγία. A,

Τα 7 κουτάλια

Το τραπέζι έχει στρωθεί, Τα κομμάτια μου σερβιρισμένα. Ηταν αλήθεια προθυμία η προσφορά μου, Δεν χρειαζότανε ληστεία, Τα τόσα περίτεχνα τερτίπια, τα ψέματα, ο δόλος, Η αρπαγή ήταν εκούσια και είχε από καιρό προβλεφθεί, Δεν γνωρίζαμε μόνο τον αριθμό των πεινασμένων, Θα μπορούσανε να το είχανε πει, Αρκεί κάποια δοχεία για σερβίρισμα, και επτά κουτάλια.

Εκείνοι που μας θυμήθηκαν

Εκείνοι που μας θυμήθηκαν Είχαν ένα μικρό λουλούδι σφτιχτά στο χέρι, Δεν κοντοστάθηκαν παρά μόνο από την πίκρα, έχοντας παραλάβει τα ηχηρά ντοκουμέντα όχι των λόγων, αλλά εκείνων των λέξεων που είχαν χαθεί ποιος τις θυμάται, μαζί με τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, η συγκατάθεση στην προσευχή. Εκείνοι που μας θυμήθηκαν είχανε κι όλας οι ίδιοι χαθεί. σαν τον πνιγμένο που ψάχνει να πιαστεί από μιαν ηλιοαχτίδα. Εκείνοι που μας θυμήθηκαν, ζύγισαν ότι είχε περισσέψει από συμπόνοια, κουβαλώντας στους ώμους καφάσια ουρανό, βαρύ σαν το μπαμπάκι, βάραιναν οι ώμοι τους, βάραιναν και οι ώρες, κουρασμένα τα πόδια τους. Μας θυμήθηκαν κι εμείς ανοίξαμε να δείξουμε τις παλάμες μας, μα ήταν λερωμένες από την πάλη μας με τη γη, γεμάτες χώματα και στάλες αίμα. Βρυξέλλες, 3.10.011

Η επανάληψη

Τα πουλιά βροντοχτυπιούνται στον αέρα, ο θόρυβος από το δίπλα το σπίτι, χτίζεται ρυθμικά, να νιώθω την μανία της επιθυμίας του σαββάτου και της σχόλης. Οι φυλλωσιές καθρεφτίζονται στο παράθυρο ό-ι, ό-ι, ο-ό. Μια αραθιά λέξεις που φύτεψες στον χρόνο και κάνουνε βόλτα στον κήπο μου, η τρικυμία της νύχτας, η φροντίδα, ένα χαμόγελο που συνεχώς επιστρέφει, ό-ι, ό-ι, ό.